26.9.12

Η απολογία του Βύρωνος


Μονόλογος. 
Δράμα.

Αυλαία

 Χρόνος: Πρωί Δευτέρας 
Χώρος: Ένα γραφείο της Βουλής 

 Η Μαργαρίτα μπαίνει στην σκηνή κρεμά την τσάντα της σε ένα καλόγερο και βγάζει το πανωφόρι. Το περνά σε μια σιδερένια κρεμάστρα και το κρεμά και αυτό στον καλόγερο. Κάθεται στο γραφείο. Κοιτάζει γύρω. Χαμογελά.

Ξαφνικά ακούγεται στεντόρεια φωνή αγγέλου:

Σοφία. Ὀρθοί. Ἀκούσωμεν. Εἰρήνη πᾶσι. Ἐκ του κατὰ Βύρωνος απολογία, τὸ Ἀνάγνωσμα. Πρόσχωμεν.


Η Μαργαρίτα σηκώνεται από το γραφείο κάνει τον σταυρό της και τρείς γονυκλισίες. Το πρόσωπο της έκπληκτο αφου δεν μπορεί να αντιληφθεί τι συμβαίνει. Από την οροφή της σκηνής κατεβαίνει ένα κλουβί μέσα στο οποίο βρίσκεται ο πατέρας της. Η Μαργαρίτα αφαιρεί μια φουρκέτα από τα μαλλιά της. Την δείχνει περιμετρικά στο κοινό και ξεκλειδώνει το κλουβί να τον ελευθερώσει. Εκείνος βγαίνει και την φιλά στο μέτωπο ρίχνοντας σκοτεινό βλέμμα στο κοινό. Πλησιάζει στην άκρη της σκηνής και με παρατεταμένο το δάχτυλο ξεκινάει τον μονόλογο:

"Θρασύδειλοι υποκριταί. Άνανδροι διώκτες μου σας ευγνωμονώ. Σας ευγνωμονώ που με χτυπάτε γιατί δήθεν διόρισα ως μετακλητή, δηλαδή ως προσωρινή και όχι μόνιμη, τη θυγατέρα μου Μαργαρίτα στη Βουλή. Πρόεδρο ήθελα να την κάμω. Δεν τα κατάφερα. Ουτιδανοί. Σας θυμίζω ότι η νεραιδοστολισμένη θυγατέρα μου εργάζονταν ακόπως ως μετακλητή συνεργάτιδά μου και όταν ήμουν υπουργός Δημοσίας Τάξεως και Αντιπρόεδρος της Βουλής. Γιατί τόσος πόλεμος τώρα; Έκανα κάτι κρυφά; Ή παράνομα; Μήπως γιατί κάποιοι δεν χώνεψαν ακόμη το γεγονός ότι εξελέγην Πρόεδρος της Βουλής με 179 ψήφους, όταν το κόμμα μου είχε μόνον 108 ψήφους στη Βουλή; Γι΄αυτό και μας πληροφορούν ότι υπήρξα Πρόεδρος μιας ημέρας ή ολίγων ωρών; Η ιστορία όμως έγραψε πως Πρόεδρος της ΙΔ΄ Περιόδου της Βουλής των Ελλήνων υπήρξε ο Βύρων Γ. Πολύδωρας. Είτε το θέλουν είτε όχι.

 Ντροπή και όνειδος θεομπαίχτες. Την σκόνη μου να τρώτε είστε καταδικασμένοι. Εδώ ένας βουλευτής του κόμματός μου, που αρέσκεται να φωτογραφίζεται σε ρωμαϊκές πόζες με πετσέτες στο λουτρό του, απείχε τότε επιδεικτικά της ψηφοφορίας. Προφανώς και ευτυχώς (που δεν έχω τέτοιους φίλους) με απεδοκίμασε. Αλλά εμείς δεν είμαστε ανιχνευτές φθόνου. Γνωρίζουμε τις δυσκολίες της πολιτικής. Μέσα από αυτές πορευθήκαμε κοντά σαράντα χρόνια τώρα. Και νικήσαμε. Χωρίς να ζηλέψουμε καμία εύνοια και χωρίς να προσχωρήσουμε ούτε στιγμή στις μεθόδους των "συντροφικών μαχαιρωμάτων". Ποτέ. Δεν υπήρξα ποτέ στη ζωή μου συνωμότης. Ούτε προδότης. Ούτε ρίψασπις και λιποτάκτης. Άλλοι υπήρξαν τέτοιοι. Όπως εκείνοι που με χτυπούν σήμερα. Με την άθλια στόχευση να με ταπεινώσουν. Ματαιοπονούν. Δεν είπα ότι δεν υποφέρω. Υποφέρω αλλά αντέχω. Αντλώ δύναμη από το δίκιο μου. Και από την προσευχή μου στον Θεό.

Διώκτες! Σας προειδοποιώ. Υπερεκτιμήσατε τας συνωμοτικάς και συμμοριακάς ικανοτητάς σας. Δεν σας φοβούμαι. Είστε ανίκανοι να μου προκαλέσετε φόβο. Μόνο αηδία και σιχασιά μου προκαλείτε. Δεν σας λογάριασα ποτέ. Είχα πάντα το δικό μου εικονοστάσι. Εκεί άναβα κερί.

Φοβού! Φοβού λέγω. Δεν παριστάνω τον Αγαμέμνονα, ούτε διανοούμαι να θυσιάσω τη Μαργαρίτα μου. Δεν έκανα τίποτα παράνομο και τίποτα ανήθικο. Δεν θυσιάζω την άξια συνεργάτιδά μου. Δεν γίνομαι "θυσιαστής" της θυγατέρας μου για οποιουσδήποτε λόγους. Μάλιστα για έναν απόπλου αμφίβολο ούτως ή άλλως. Για να δείξω έμπρακτη μετάνοια για το κακό που δεν έκανα; Ή για να ενοχοποιήσω αδίκως την Μαργαρίτα μου που ποτέ και κανέναν δεν προκάλεσε παρά μόνο τους ασπάλακες των καταγωγίων και τούτο γιατί είναι κόρη μου; Αλλά και προπαντός δεν τη θυσιάζω, γιατί "έφτυσα αίμα" για να αναθρέψω τα παιδιά μου. Και δεν έχω στον κώδικά μου εγώ την οικογένεια και τα παιδιά μου σαν κάτι το θεωρητικό και κοσμικό. Την έχω σαν θρησκεία. Σαν κάτι ιερό. Και ακόμη, γιατί δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να υποκύψει στις επιταγές-προσταγές των φαύλων υποκριτών και κηνσόρων. Δεν θα ήταν μόνον ήττα. Θα ήταν παραίτηση και παράδοση στους άτιμους για να σώσω… την τιμή μου. Κάτι σαν εκούσιος βιασμός. Όχι! Όχι! Όχι!"

Ο πατέρας γονατίζει στο κέντρο της σκηνής. Απλώνει τα χέρια στο πάτωμα. Και σωπαίνει. Η Μαργαρίτα βουρκωμένη τον πλησιάζει αργά με χαμηλωμένο βλέμμα και γονατίζει δίπλα του κρύβοντας το κλαμένο της πρόσωπο. Ο πατέρας σηκώνεται αργά και με τα χέρια σαν τον Εσταυρωμένο ξεσπά με δωρική φωνή:

"Όσο είν’ ο κλέφτης ζωντανός Τούρκο δεν προσκυνάει 
Κι αν πέσει το κεφάλι του δεν μπαίνει σε ταγάρι. 
Το παίρνουν οι σταυραετοί να θρέψουν τα παιδιά τους, 
να κάνουν πήχες τα φτερά και σπιθαμές το νύχι."

 Παύση. Και συνεχίζει ψιθυριστά χαμηλώνοντας το βλέμμα.

"Την γράνα, αδελφές μου, την γράνα..."

Αυλαία

ΣτΣ: Το κείμενο είναι βασισμένο σε αυθεντικό χειρόγραφο που χαρίζεται honoris causa... στην Ιστορία.