28.10.11

Ο τελευταίος πίνακας


Χάρηκα που δεν έγινε η παρέλαση στη Θεσσαλονίκη. Θα χαιρόμουν ακόμα περισσότερο αν δεν γινόταν η παρέλαση στην Αθήνα. Τους νεκρούς του ένα έθνος δεν τους τιμά με στρατιωτικής εμπνεύσεως φιέστες. Τους τιμά φυλάσσοντας σε μια άκρη της μνήμης του την εικόνα, τον αγώνα, το θάνατο τους. Τους τιμά κατανοώντας το λόγο που αναγκάστηκαν να πεθάνουν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες πολεμώντας για μια ελπίδα. Τους τιμά μιλώντας στα παιδιά του χωρίς φανατισμό και συνθήματα, που ποτέ δεν ειπώθηκαν, για το δίκαιο του αγώνα τους.

 Οι γελοιότητες των σημερινών επεισοδίων στη Θεσσαλονίκη και σε πολλές πόλεις της χώρας δεν προσβάλλουν μόνο το θεσμό του Πρόεδρου της Δημοκρατίας. Προσβάλλουν τη λογική όλων των Ελλήνων και κυρίως αυτών που συμμετείχαν σε αυτά τα πανηγύρια. Ο άνθρωπος που συμβολίζει το θάρρος των Ελλήνων, ο Μανώλης Γλέζος δήλωσε περήφανα ότι σήμερα αποκαταστάθηκε το πραγματικό νόημα της 28ης Οκτωβρίου. Σε καμία περίπτωση δεν συνέβη αυτό. Αντιθέτως αμαυρώθηκε το πραγματικό νόημα της 28ης Οκτωβρίου.

 Στο σημείο που έχει φτάσει η χώρα πρέπει να καταλάβουμε όλοι ότι δεν υπάρχουν αριστεροί δεξιοί κεντρώοι κ.ο.κ. Υπάρχουν εκείνοι που πιστεύουν στην ελπίδα και εκείνοι που προσπαθούν να τη σκοτώσουν. Αυτός είναι ο νέος διχασμός.

 Δεν έχω ζήσει στη χούντα. Γεννήθηκα όταν η Ελλάδα γιόρταζε την πτώση της. Όταν ακούω συνομήλικους μου και, αρκετές φορές πια, νεώτερους να μιλούν για χούντα προβληματίζομαι με την αφέλεια τους. Όταν δε, ακούω από ανθρώπους που την έζησαν και υπέφεραν θρηνώντας νεκρούς εξαιτίας της να την επικαλούνται με πιάνει δέος από το μέγεθος της ηλιθιότητας τους.

 Σε ένα τοίχο στο σπίτι μου κρέμεται ένας πίνακας. Σε αυτόν απεικονίζονται τέσσερις Έλληνες στρατιώτες με τα ζώα τους που ανεβαίνουν ένα λόφο. Τα πρόσωπα τους είναι φοβισμένα. Ένας από αυτούς κάτι φωνάζει και ο πρώτος στη σειρά φαίνεται να του απαντά. Όμως ο πρώτος στην σειρά δεν είναι σωστά ζωγραφισμένος. Ενώ το σώμα του έχει χρώμα, ξεχωρίζεις τη στολή, την κίνηση του κορμιού, ο κορμός και το κεφάλι με το στόμα ανοικτό που μιλά είναι ζωγραφισμένα με μολύβι. Δεν έχουν χρώμα.

Αυτός που ζωγράφισε αυτόν τον πίνακα δεν πρόλαβε να τον ολοκληρώσει. Πέθανε ξαφνικά. Ξέρω ότι αυτός ο πίνακας ήταν μια μνήμη από τη νεότητα του. Από μια μάχη που συμμετείχε σε μια πλαγιά της Πίνδου το 1940. Εκείνος είχε καταφέρει να επιβιώσει. Δεν πέθανε από το κρύο και την πείνα όπως αρκετοί από τους συναγωνιστές του. Έζησε και μέσα από την τέχνη του τίμησε τους νεκρούς του. Τους φίλους του.

 Σήμερα εγώ, ο εγγονός του, παρατηρώ τη γενιά μου να φτύνει αυτούς τους νεκρούς στα μούτρα.

 ΣτΣ: Το κείμενο το έγραψα όταν διάβασα ένα tweet της @Galaxy_FarAway