Την πρώτη φορά την είδα καταμεσής του δρόμου να τεντώνεται με χάρη. Τι όμορφο θέαμα. Λαμποκοπούσε κάτω από τον καυτό ήλιο ολόκληρη και τεντώθηκε να ξεπιαστεί απλώνοντας τα υπέροχα μέλη της όσο πιο απαλά μπορούσε για να ανακουφιστεί. Οι περαστικοί γύρισαν να την θαυμάσουν και δεν έδωσε την παραμικρή σημασία. Ένα αυτοκίνητο πέρασε δίπλα της κορνάροντας και εκείνη ατάραχη συνέχισε το θεάρεστο έργο της με αφοσίωση. Σαν όμορφο θηλυκό που ήταν είχε συνηθίσει στον θαυμασμό και δεν της έκαναν καμία εντύπωση τα αδιάκριτα βλέμματα που συγκέντρωσε. Εκείνη ήθελε απλά να τεντωθεί. Τα υπόλοιπα ήταν αδιάφορα. Μόλις τελείωσε, γύρισε την πλάτη και άρχισε να περπατά στην άκρη του πεζοδρομίου στρίβοντας στην γωνία. Η διακριτικότητα μου πήγε περίπατο και έκανα να πάω προς την μεριά της. Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος. Το ίδιο βράδυ ήρθε στην αυλή μου. Από τότε μένουμε μαζί. Όμως κάθε συμβίωση έχει και ψιλό-τριβές…
-Καλά δεν σου έχω πει να μην κάθεσαι σε αυτήν την καρέκλα?
-Άσε μας χρυσέ μου… σε ενοχλώ?
-Σήκω από κει γρήγορα και πήγαινε στη δική σου.
-Δεν θέλω χριστιανέ μου. Εδώ θέλω να κάτσω όπως όλοι άνθρωποι.
-Καλά δεν ακούς τι σου λέω?
-Λύσσαξες μωρέ. Λύσσαξες Όχου….
-Αμάν πια. Κάθε φορά τα ίδια. Μια εφημερίδα δεν μπορούμε να διαβάσουμε με την ησυχία μας.
-Κοίτα ρε πάλι θα με σηκώσει.
-Εδώ θα κάτσεις. Αυτή είναι η καρέκλα σου. Έλεος πια κοκόνα μου.
-Τς τς τς ! Τι δυσκοίλιος άνθρωπος Θεέ μου. Τι σου βρήκα δεν ξέρω…
-Που πας?
-Πάω μια βόλτα λογαριασμό θα σου δώσω?
-Βόλτα πάς?
-Ναι βρε κακομοίρη. Βόλτα πάω. Δύσκολο είναι να το καταλάβεις? Εδώ που σκαρφάλωσα που θα πήγαινα?
-Στο καλό και να προσέχεις.
-Θα προσέχω. Α και πού’ σαι σε καμιά ωρίτσα θα με πίσω, να έχεις έτοιμο το φαγητό. Μην σε ψάχνω πάλι και νιαουρίζω μεσημεριάτικα.
-Α ρε γατόνι όλο απαιτήσεις μου είσαι.
-Χα!