«Για πρώτη φορά στη ζωή σου αντικρίζεις το φως στο τόπο εκείνο που σε έχουν μάθει να λες πατρίδα. Είτε σου αρέσει είτε όχι, είναι το σπίτι σου.
Όταν είσαι μικρός δε σε νοιάζουν και πολλά πράματα. Φτάνει να παίζεις με τους φίλους σου και να μην πεινάς. Ακόμα και αν πρέπει να μάθεις να δουλεύεις από αυτή την ηλικία δε σε πολυνοιάζει. Φτάνει να μη σε χτυπάνε. Να μη σε πονάνε. Να μη πεινάς.
Όταν μεγαλώνεις όμως τα πράγματα αλλάζουν. Όλα αλλάζουν. Το πώς σε βλέπουν οι άλλοι για παράδειγμα. Οι γονείς σου. Οι φίλοι σου. Η πατρίδα σου. Αλλά παράλληλα αλλάζει και το πώς βλέπεις εσύ όλους αυτούς. Το πώς αντιλαμβάνεσαι την ίδια σου την ύπαρξη. Καταλαβαίνεις την δύναμη σου. Ζυγίζεις τις δυνατότητες σου. Κάνεις όνειρα. Και αν δύσκολα τα βγάζεις πέρα, και αν πρέπει να δουλεύεις σκληρά είσαι στη πατρίδα σου. Ξέρεις τη γλώσσα. Ζεις τη κουλτούρα της. Είσαι κομμάτι της. Είσαι εν μέρη προστατευμένος. Μέσα σε αδελφούς.
Αυτά όμως αν τα βρίσκεις στο τόπο σου είσαι τυχερός.
Ναι είσαι. Όσο γελοίο και να το ακούς αυτό στο ξαναλέω: Είσαι τυχερός.
Γιατί αν στη πατρίδα σου δεν τα βρεις αυτά θα αναγκαστείς να φύγεις μακριά της. Μπορεί να σε διώξει και η ίδια. Να μη σε αντέξει. Να μη σε θέλει. Άλλοι ακόμα μπορεί να φροντίσουν για αυτό.
Μαζεύεις τα χρήματα που πρέπει δουλεύοντας σα ζώο νύχτα μέρα όσο βαστάει η καρδία σου. Δεν σε φοβίζει πια η πείνα η κούραση η μιζέρια. Τίποτα. Για να φύγεις μακριά. Για κάτι καλύτερο. Για το όνειρο σου.
Αν η πατρίδα σου δεν σε αγαπά κάποια άλλη θα βρεθεί να σε αγαπήσει. Έτσι θα είναι.
Με αυτά τα χρήματα αγοράζεις την έξοδο σου. Το ταξίδι για μια καλύτερη και πιο φιλόξενη γη. Περπατάς μέρες νύχτες πεινασμένος κουρασμένος για το ραντεβού με το κάθαρμα που σου υποσχέθηκε να σε βοηθήσει. Συνήθως είναι πατριώτης σου. Σε στοιβάζει σα ποντίκι μέσα σε ένα φορτηγό, μια βάρκα.
Το ταξίδι. Στο φως.
Αν είσαι τυχερός και δεν πνιγείς, δεν σε πυροβολήσουν, δεν σε συλλάβουν και σε απελάσουν, θα δεις το φως.
Και την ημέρα που θα το δεις θα είσαι ευτυχισμένος Θα αισθανθείς δυνατός. Ένα νέο ξεκίνημα. Μια νέα γη. Η δική μου πατρίδα.
Θα παλέψεις αλλά θα τα καταφέρεις. Διάολε αφού τα κατάφερες, μέχρι εδώ. Την ημέρα αυτή θα είσαι ευτυχισμένος. Αλλά μόνος. Και ας είναι και άλλοι πατριώτες σου μαζί. Είσαι μόνος. Μετά θα καταλάβεις ότι είσαι και ξένος. Η ίδια η πατρίδα μου θα σου δώσει να καταλάβεις ότι είσαι ξένος.
Ας είσαι και καλός άνθρωπος, ας είσαι και κάθαρμα η πατρίδα μου έχει τον τρόπο της να σε γδύσει, να σε γονατίσει, να σε ξεφτιλίσει τόσο αποτελεσματικά όσο και η πατρίδα που άφησες. θα σε κόψει και θα σε φέρει στα μέτρα της για να ταιριάξεις.
Είτε σου αρέσει είτε όχι εδώ δεν είναι το σπίτι σου.
Να ήξερες πόσες φορές θα το ακούσεις αυτό.
Οι πατριώτες μου έχουν τα δικά τους προβλήματα για να ασχοληθούν και με τα δικά σου. Ελάχιστους θα τους ενδιαφέρει να σε βοηθήσουν. Είναι τόσοι λίγοι που θα αργήσεις να τους βρεις. Ίσως ποτέ να μη τους βρεις.
Όχι δεν θα λες. Θα πρέπει να αποδείξεις στους πατριώτες μου ότι αξίζεις να είσαι ανάμεσα τους. Αξίζεις να ζεις σαν άνθρωπος ανάμεσα τους. Θα πρέπει να μάθεις να δουλεύεις πιο σκληρά από ότι έχεις δουλέψει ποτέ. Να μην αρρωσταίνεις. Να αντέχεις τη κοροϊδία. Θα πρέπει να μάθεις να σκύβεις το κεφάλι. Να ανέχεσαι να σε εκμεταλλεύονται. Να πληρώνεσαι με όσα θέλουν να σου δίνουν. Να πληρώνεις φόρους. Κάθε τρεις και λίγο να αποδεικνύεις το αυτονόητο στις εκάστοτε υπηρεσίες της πατρίδας μου.
Ότι είσαι άνθρωπος και συ. Ότι προσφέρεις και συ σε αυτή τη γη. Σχεδόν πάντα, περισσότερα από τους πατριώτες μου. Και κάτι σου αναλογεί.
Αξιοπρέπεια. Μία λέξη απλή. Και όμως τόσο σημαντική. Έχεις μάθει να είσαι μόνος έχεις μάθει να ζεις με αυτό. Δεν μπορείς όμως να ζεις χωρίς Αξιοπρέπεια. Άλλωστε γιατί να φτάσεις τόσο μακριά χωρίς να καταφέρεις να ζήσεις με Αξιοπρέπεια.
Αν αντέξεις θα την κερδίσεις. Και θα το δουν και οι άλλοι. Οι πατριώτες μου. Και θα σε αφήσουν στην ησυχία σου. Και ίσως λίγο ηρεμήσεις. Ίσως ξαναδείς το φως. Ίσως ερωτευτείς κιόλας και αρχίσεις και κάνεις και άλλα όνειρα. Ήρεμος πια. Ίσως να μπορείς να βοηθήσεις και αυτούς που άφησες πίσω. Στη δική σου πατρίδα.
Όμως όλα αυτά αν είσαι τυχερός.
Γιατί πάλεψες για λίγο φώς και το κατάφερες να το αγγίξεις.
Γιατί το αξίζεις.
Και όμως. Όλα τέλειωσαν ξαφνικά για σένα. Κάποιο μεσημέρι, κάποιος πιτσιρικάς με στολή σε κλώτσησε στα μούτρα γιατί έτσι, κάτι βρήκε να πει ότι έχεις κάνει.
Και δεν μπόρεσε να ακούσει όταν πνιγόσουν στο ίδιο σου το αίμα τη ψυχή σου που ούρλιαζε μια λέξη : Γιατί;»
Ο Abdulkarim Yahia Idris Σουδανός πολίτης έπεσε νεκρός στις 22 Φεβρουαρίου 2008 το μεσημέρι στην πλατεία Ομονοίας. Οι φίλοι του τον αναζητούσαν για μια ολόκληρη εβδομάδα μετά. Η ελληνική αστυνομία δεν τους έδινε στοιχεία.
ΣτΣ: Το κείμενο που διάβασες το έγραψα 3 Μαρτίου 2008. Ο χθεσινός θάνατος του Κούρδου μετανάστη νοσηλευόμενος επι τέσσερις μήνες σε κώμα ύστερα από επίθεση που δέχθηκε από λιμενοφύλακες που «έκαναν την δουλειά τους» είναι άλλο ένα περιστατικό που έρχεται στη δημοσιότητα.
Τον θάνατο αυτό ακολούθησε μια άλλη περίπτωση δολοφονικής απόπειρας αυτή τη φορά. Η Κωνσταντίνα Κούνεβα γλίτωσε τη ζωή αλλά της στέρησαν την εικόνα της. Κατέστρεψαν με βάναυσο τρόπο το πρόσωπο, την φωνή, τα μάτια της και ότι ακόμα μπόρεσαν. Η πατρίδα μου δεν μπήκε στον κόπο να ερευνήσει τα αίτια αυτής της επίθεσης. Να ψάξει να βρει τους φονιάδες. Δεν την ενδιέφερε καν.
Δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ πόσα ακόμα παρόμοια περιστατικά δεν θα μάθω ποτέ.
Δεν μπορώ να κατανοήσω τι συμβαίνει στην πατρίδα μου.
Δεν μπορώ να σταματήσω να φοβάμαι.
Όχι τους μετανάστες.
Όχι τους δολοφόνους.
Αλλά την πατρίδα μου.