12.1.09

Rewind

Ένα παλικάρι είναι ξαπλωμένο στη γωνία. Δύο άντρες στέκονται από πάνω του και τον κοιτάνε με απορία. Με φόβο. Λίγο πιο μακριά κάποιοι τρέχουν. Χάνονται στη νύχτα. Σα σκιές. Ησυχία. Πλησίασε. Μια μεταλλική φωνή στον σαραβαλιασμένο ασύρματο κάτι ψελλίζει. Το παλικάρι είναι ήρεμο. Μάλλον γιατί μια γλυκιά ζέστη απλωνόταν κάτω από τη πλάτη του. Τα μάτια μόνο ήταν θολά. Δακρυσμένα. Του φάνηκε ότι χαμογέλασε. Τι παράξενη εικόνα.
Ένα ασθενοφόρο πλησίαζε με τη σειρήνα του να σκίζει τη νύχτα στα δύο. Ενώ τα πάντα τριγύρω ήταν μαρμαρωμένα εκείνο έμοιαζε να ακολουθεί τον δικό του ρυθμό. Σταμάτησε κοντά στο παλικάρι. Δύο άτομα πετάχτηκαν από μέσα. Έβγαλαν το φορείο. Και ξεκίνησαν τη δουλειά τους. Ένας από αυτούς γλίστρησε. Στερεώθηκε στα χέρια του και στάθηκε όρθιος. Οι παλάμες του ήταν βουτηγμένες στο αίμα. Δεν τον ένοιαξε καθόλου. Έπιασε αγκαλιά το παλικάρι. Κάτι του ψιθύρισε. Μα εκείνο δεν τον άκουγε γιατί τώρα σπαρταρούσε με τα μάτια ορθάνοικτα. Έκπληκτα.

Δεν του άρεσε αυτό που έβλεπε. Ήθελε να φύγει από εκεί. Έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε στην αγκαλιά της νύχτας. Η Αθήνα τούτη την ώρα είναι τόσο όμορφη. Μαγική. Αλλά για στάσου. Κάπου έχει πάρει φωτιά.

Πλησίασε τη σπασμένη βιτρίνα ενός μαγαζιού που καιγόταν. Δεν φοβόταν. Είδε λιωμένο πλαστικό να κοχλάζει αλλά δεν απλωνόταν. Συρρικνωνόταν. Και έπηζε σα ζυμάρι. Έπαιρνε μια μορφή. Εκείνη μιας κούκλας που σα ζωντανή σηκώθηκε και στήθηκε στη βιτρίνα. Αναγκάζοντας τη φωτιά να υποχωρήσει. Ρούχα άρχισαν να ντύνουν το γυμνό κορμί της. Η φωτιά είχε συμπυκνωθεί σε ένα κομμάτι στουπί σφηνωμένο σε ένα μπουκάλι που ερχόταν καταπάνω του. Έσκυψε το κεφάλι του για να μην τον χτυπήσει και το είδε να πετάει αργά δίπλα του για να το γραπώσει το χέρι ενός άντρα που φορούσε μια κουκούλα. Ό άντρας έβγαλε τον αναπτήρα του και έσβησε τη φωτιά από το στουπί τρέχοντας προς τα πίσω. Χωρίς να κοιτάει.

-Πρόσεχε! Θα χτυπήσεις φίλε, του φώναξε.
Ο άντρας δεν του έδωσε καμία σημασία. Και έπεσε πάνω σε έναν άλλον που άπλωνε το χέρι του για να αρπάξει μια πέτρα που βγήκε μέσα από τη σπασμένη βιτρίνα. Έστρεψε το βλέμμα στο μαγαζί. Η βιτρίνα γυάλιζε μεγαλοπρέπεια. Ήταν άθικτη. Οι πανέμορφες κούκλες ντυμένες με τα ακριβά τους ρούχα κοιτούσαν χαμογελώντας ειρωνικά. Δεν υπήρχε καμία ρωγμή πάνω στο τζάμι που τις χώριζε από εκείνον. Οι άντρες πίσω του είχαν εξαφανιστεί. Περίεργο. Έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε πάλι μέσα στην αγκαλιά της νύχτας μη μπορώντας να καταλάβει τι αντίκριζαν τα μάτια του.

Λίγο πιο κάτω είδε και άλλη φωτιά. Αυτή τη φορά στους δρόμους. Πολλοί άνθρωποι έτρεχαν προς τα πίσω. Το ίδιο σκηνικό. Η φωτιά που είχε απλωθεί αρκετά, μαζεύονταν. Σα να ήθελε να σβήσει από μόνη της. Και το κατάφερνε. Μαζεύονταν σε ένα κομμάτι στουπί που το έσβηνε ο αναπτήρας κάποιου. Μόνο τότε μπόρεσε να διακρίνει τους αστυνομικούς που είχαν απλωμένα τα όπλα τους με τα χημικά από την απέναντι μεριά των διαδηλωτών. Και αυτοί με τη σειρά τους προσπαθούσαν να καθαρίσουν την ατμόσφαιρα από αυτά. Τα χημικά τα απορροφούσε το όπλο που τα ξέρασε.

Στην άκρη του πεζοδρομίου που στεκόταν παραπάτησε. Κομμάτια από σπασμένο μάρμαρο κυλούσαν κάτω από τα πόδια του και έπαιρναν τη θέση τους από εκεί που τα είχαν ξεκολλήσει. Ένα αυτόματο πάζλ. Κάθε κομμάτι αναγνώριζε τη θέση του. Έμπαινε εκεί και σαν μαζεύτηκαν όλα ενώθηκαν. Ένας πιτσιρικάς με ένα σφυρί έσβηνε τις ρωγμές τους.

Απέναντι καιγόταν η βιβλιοθήκη της Νομικής. Έτρεξε να δει. Παιδιά με σκληρά πρόσωπα αγριεμένα. Ανάμεσα τους κάποιοι με κουκούλες κουνούσαν τα χέρια τους όλοι μαζί συγχρονισμένα με δύναμη. Μαέστροι σε μια πύρινη ορχήστρα. Μια πυρά όμως που σταδιακά έσβηνε και από μέσα της έβγαιναν βιβλία άφθαρτα που έπαιρναν την θέση τους στο ράφι που κάθονταν χρόνια τώρα. Οι μαέστροι σταμάτησαν καθώς έσβησε η φωτιά από ένα στουπί και τον μαγικό αναπτήρα κάποιου.

Κάτι αδέσποτα σκυλιά πιο πέρα, φοβισμένα από τον κόσμο και τη φασαρία γαύγιζαν προσπαθώντας μάλλον να καταλάβουν σαν και αυτόν τι συνέβαινε. Και αυτός αισθανόταν σαν αδέσποτος σκύλος μέσα σε αυτή τη περίεργη νύχτα. Τα πλησίασε και αυτά με μιας σώπασαν. Γύρισε τη πλάτη του να δει για πιο λόγο και ο δρόμος είχε αδειάσει. Η βιβλιοθήκη της Νομικής κοιμόταν. Γύρισε να χαϊδέψει ένα από αυτά αλλά προς μεγάλη του έκπληξη έτρεχαν ανάποδα κοιτώντας τον κατάματα.

Έδωσε άλλο ένα σάλτο και βρέθηκε πάλι να πετά μέσα σε αυτή τη περίεργη νύχτα. Ο κόσμος είχε εξαφανιστεί από τους δρόμους. Μόνο λίγα αυτοκίνητα σποραδικά στη Σταδίου. Στη Θεμιστοκλέους είδε ανθρώπους. Αγόρια κορίτσια προχωρούσαν παρέα. Κουβεντιάζοντας. Χαρούμενες φάτσες. Όμορφες. Όχι σα και αυτές που είχε δει πριν. Τις αγριεμένες.
Σε λίγε μέρες έρχονταν τα Χριστούγεννα. Όλοι θα φαίνονταν τουλάχιστον ευτυχισμένοι. Τα παιδιά που έβλεπε μπροστά του γιόρταζαν κιόλας.

Προχώρησε πιο κάτω. Ήταν μοναχός στο στενό. Αλλά στο βάθος του δρόμου είδε κίνηση. Πλησίασε από περιέργεια. Μέτρησε 5 παιδιά. Ο ένας ήταν ξαπλωμένος και κάποιος τον έσερνε μέχρι το μέσω του μικρού δρόμου. Τι τρέλες κάνουν; Συλλογίστηκε. Μα σαν πλησίασε κατάλαβε ότι κάτι είχε συμβεί. Κάτι κακό. Τα αγόρια δεν έπαιζαν. Τα πρόσωπα τους είχαν κερώσει από τρόμο. Έσκυψε πάνω στο ξαπλωμένο παιδί. Φαινόταν σαν να κοιμόταν. Ο φίλος του που τον έσερνε σταμάτησε και τον έπιασε μαλακά από τους ώμους. Το παιδί τραντάχτηκε ξαφνικά και μια σκούρα φαρδιά γραμμή που το ακολουθούσε άρχισε να σβήνει. Τα μάτια του άνοιξαν. Ήταν γεμάτα δάκρυα. Μα γιατί; Πλησίασε και άλλο. Από το μέρος της καρδιάς κάτι κουνήθηκε κάτω από το μπλουζάκι του. Χριστέ μου μια σφαίρα! Παραπάτησε. Η σφαίρα βγήκε με δύναμη μέσα από το σώμα του παιδιού σβήνοντας τη βαθιά πληγή που είχε ανοίξει όταν το χτύπησε. Το παιδί μαγνητισμένο υποτάχτηκε στη δύναμη της και σηκώθηκε στα πόδια του απλώνοντας τα χέρια. Το βλέμμα του καθάρισε και το χαμόγελο ζωγράφισε το πρόσωπο του. Γέμισε ζωή. Ο φίλος του δίπλα τον έσπρωχνε.

Η σφαίρα πέρασε αργά δίπλα του και χάθηκε μέσα στη κάνη ενός όπλου που κρατούσε ένας αστυνομικός λίγα μέτρα πιο πέρα. Ένας δυνατός κρότος ακούστηκε. Αμέσως μετά ακολούθησαν άλλοι δύο. Όταν ξαφνικά ακριβώς από πάνω του ένα λαμπερό φώς τον τύφλωσε και ένας εκκωφαντικός θόρυβος του γδάρε τα αυτιά. Γονάτισε τρομοκρατημένος. Το φώς όμως ξαφνικά συμπυκνώθηκε και έγινε ένα μικρό μεταλλικό κουτάκι. Ο ένας από τους δύο αστυνομικούς που στο μεταξύ υποχωρούσαν άπλωσε το χέρι του και άρπαξε με τη κίνηση του αυτή το κουτάκι στο αέρα. Ο άλλος έβριζε χυδαία. Σφαλίζοντας το όπλο στη θήκη. Γύρισε να δει τα παιδιά πίσω του που έμπαιναν ανάποδα στο στενό. Έτρεχαν ανάποδα και τον κοιτούσαν κατάματα.
-Πάμε ρε θα αργήσουμε. Έχουμε στήσει το Νίκο, είπε ένα.

-Προσέχετε ρε σεις, τους φώναξε. Δεν του έδωσαν καμία απολύτως σημασία.

Άνοιξε τα μάτια του. Κρύωνε. Τον είχε πάρει ο ύπνος ξεχνώντας το παράθυρο ανοικτό. Ήταν κουρασμένος. Το δωμάτιο φωτίζονταν από την οθόνη του pc. Ένα αδύναμο γαλάζιο φώς. Άναψε ένα τσιγάρο. Το αγουροξυπνημένο βλέμμα έπεσε πάνω στην εφημερίδα που είχε αφήσει στη καρέκλα. ΔΟΛΟΦΟΝΙΚΗ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΡΙΩΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ. Ο ΕΝΑΣ ΝΟΣΗΛΕΥΕΤΑΙ ΣΕ ΚΡΙΣΙΜΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ έγραφαν τα σκληρά γράμματα στη πρώτη σελίδα. Πλησίασε το παράθυρο και άνοιξε το άλλο φύλο. Τα Χριστούγεννα πέρασαν. Το 2009 ήρθε και ακόμα υπάρχουν λαμπάκια στα μπαλκόνια που αναβοσβήνουν γιορτάζοντας σε πείσμα όλων όσων έχουν συμβεί τις μέρες που πέρασαν.

Η Αθήνα είναι τόσο όμορφη τη νύχτα. Σχεδόν μαγική.

-Και όμως τη νύχτα είναι που κρύβονται οι δαίμονες ψιθύρισε.

Το κρύο μάλλον φταίει που τα μάτια του δάκρυσαν. Ή μήπως η ψυχή του.

ΣτΣ: Ο πίνακας δημιουργήθηκε το 1954 από τον Salvador Dali και του έδωσε τον τίτλο: Soft Watch at the Moment of First Explosion