19.8.08

Σαντορινιοί

Ένας μικρός κόλπος προστατευμένος από το δυνατό βοριά που ταλαιπωρεί εδώ και μέρες το νησί. Στα αριστερά του μια σειρά από ύφαλους λειτουργούν σαν φυσικό τοίχος που πάνω τους σκάνε τα κύματα της ανοικτής θάλασσας. Μια στενή παραλία με βότσαλα καρφωμένα στην αμμουδιά. Βότσαλα λευκά, διάφανα, περίεργα πολύχρωμα, τοποθετημένα σε ένα βελούδινο από την υγρασία στρώμα άμμου. Νομίζεις ότι άμα τα κοιτάξεις από ψηλά θα σχηματίζουν μια λέξη, μια εικόνα όμορφη και μυστήρια. Σαν εκείνη... Τα βότσαλα που είχε ξεχωρίσει ήταν αρκετά. Ξεκίνησε να μαζεύει τα πράγματα της με τάξη.

Το νερό κρυστάλλινο. Κολυμπάς και αισθάνεσαι ότι αιωρείσαι τυλιγμένος από μια απίστευτη δροσιά. Σαν να σε φιλοξενεί μια μεγάλη μήτρα που δεν κυριαρχεί το σκοτάδι αλλά το φως. Μέσα της δεν είσαι προστατευμένος και περιορισμένος αλλά εκτεθειμένος και ελεύθερος να απλώσεις τα χέρια σου και αν είναι δυνατόν να κλίσεις στις χούφτες σου το νερό και να το κρατήσεις
Μου αρέσει να βουτάω κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και να ψάχνω κόντρα το φως του ήλιου που διαθλάται μέσα στο νερό. Ένα φωτεινό μονοπάτι που ακολουθώ και προσπαθώ καθυστερώντας την αναπνοή μου, να απολαύσω περισσότερο την ομορφιά του. Η ησυχία που επικρατεί κάτω από το νερό σου επιβάλλεται. Δεν ακούς τίποτα απολύτως. Μονάχα τους χτύπους της καρδιάς σου.
Στην αμμουδιά παρατηρείς τον ήλιο και σε γλυκαίνει η ζέστα του. Σχεδόν τον νιώθεις να προχωρά προς την δύση του. Ο αέρας γλύφει κόντρα την επιφάνεια της θάλασσας και εκείνη ανταποκρίνεται αλλάζοντας το χρώμα και την υφή της. Τότε μόνο καταλαβαίνεις ότι η θάλασσα πάλλεται. Ότι είναι ζωντανή. Ότι κάθε φορά που μπαίνεις μέσα της εξαγνίζεσαι. Βαπτίζεσαι. Εξορκίζεις κάθε άσχημη σκέψη, κάθε μίζερη σκέψη στο μέρος που της πρέπει. Στη λησμονιά.

Σηκώθηκε να φύγει παραπατώντας ελαφρά. Είχε μαζέψει τα πράγματα της με τάξη. Αφήνοντας τελευταία την πατερίτσα του αριστερού χεριού της.

Μου φάνηκε ότι χαμογελούσε καθώς έφευγε.
Ίσως γιατί σήμερα δεν χρειάστηκε τη βοήθεια κανενός για να απολαύσει αυτή τη θάλασσα.