21.8.08

Αρμεός

Αριστερά της παραλίας του Γαλησσά υπάρχει ένα μικρό εκκλησάκι που χάσκει πάνω σε ένα μικρό λόφο. Για να το προσεγγίσεις ακολουθείς μια σκάλα με πλατιά σκαλοπάτια που όσο ανεβαίνεις χάνει το σχήμα της και γίνεται ένα μικρό μονοπάτι. Η Αγία Πακού. Που σημαίνει υπακοή. Αγνάντεψε όσο γουστάρεις τη θέα και βγάλε φωτογραφίες. Χρόνο έχεις. Αξίζει.

Ύστερα κατέβα λίγα σκαλιά πιο κάτω από αυτά που ανέβηκες και γύρνα αριστερά σου. Δύο σκαλιά σπασμένα από μια σκάλα που προφανώς έχει εξαφανιστεί από τα χρόνια. Ακολούθα το μονοπάτι που έχουν ανοίξει άλλοι για σένα. Σε λίγα λεπτά θα δεις μπροστά σου ένα μικρό λαγγόνι.
Το λένε Αρμεό. Μη φρικάρεις. Θα είναι όλοι γυμνοί. Εδώ οι άνθρωποι δεν ντρέπονται ο ένας τον άλλον. Η γύμνια είναι κάτι φυσικό. Έχει μια αρμονία ένα γυμνό σώμα. Μια αρμονία που ταιριάζει στη φύση και αν πετάξεις τα ρούχα σου επιτέλους θα της ταιριάξεις και εσύ. Για λίγο έστω. Άντρες, γυναίκες κάθε ηλικίας, πιτσιρίκια απολαμβάνουν τη θάλασσα τον ήλιο τον αέρα, αχόρταγα. Όμορφη εικόνα.

Ο ήλιος ζεματάει αλλά μια βουτιά στο νερό σε κάνει να το ξεχνάς αυτό. Κολύμπα μέχρι την άκρη του λοφίσκου αριστερά σου και βάλε το κεφάλι σου κάτω από το νερό να απολαύσεις το χρώμα της σκιάς του στο βυθό. Γύρνα και δες τη παραλία μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου ψηλά στην Αγία Πακού.

Αργά το απόγευμα. Μια παρέα από τουρίστες μαζεύτηκαν κάτω από μία αυτοσχέδια τέντα ενός παππού ο οποίος γρατζούνιζε τη κιθάρα του. Μπερδεμένες μελωδίες. Μια γυναικεία φωνή τον ακολουθούσε σε ότι μπορούσε και εκείνη να αναγνωρίσει. Ήταν γλυκιά φωνή. Παιδική.

Παρατηρώντας τον ήλιο ένοιωθα τη ταχύτητα του καθώς γλιστρούσε κατά μήκος του λόφου. Άναψα τσιγάρο. Ο αέρας είχε πέσει αισθητά. Η θάλασσα ήταν σχεδόν επίπεδη. Δεν άκουγα τη κιθάρα. Δεν άκουγα τα τραγούδια. Αισθάνθηκα για μια στιγμή ότι ήμουν μόνος. Γύρισα τη πλάτη μου να δω πίσω μου και ήταν όλοι κάτω από τη τέντα. Μου φάνηκαν περισσότεροι κιόλας. Το βλέμμα τους. Μαγεμένο. Σιωπή. Ο ήλιος άγγιξε στον ορίζοντα την επιφάνεια της θάλασσας.

-Μαμά γιατί δεν σβήνει? ρώτησε μια πιτσιρίκα που καθόταν στα πόδια του πατέρα της
-Είναι πολύ πιο δυνατός για να τον σβήσει η θάλασσα, της απάντησε η μάνα της.
-Σαν το μπαμπά? συνέχισε η πιτσιρίκα
-Σαν τον μπαμπά, είπε η μάνα.
Ένα φιλί του μπαμπά έκανε τη μικρή να λαμπυρίζει από χαρά.

Ο ήλιος βουτούσε στο γαλάζιο νερό και είχε πάρει ένα βαθύ κόκκινο χρώμα. Μια φράση του Dylan Thomas στο μυαλό μου: «…καθώς έπεφτε έκανε τα βράχια να φαντάζουν πληγιασμένα».
Ησυχία. Τα μάτια στον ήλιο και η σκέψη σε ένα μάταιο αποχαιρετισμό. Ένα περίεργο συναίσθημα αφού ξέρεις ότι αύριο θα τον συναντήσεις πάλι.

Τα πάντα σταμάτησαν να κινούνται για μια και μόνο στιγμή. Τότε που σχεδόν χάθηκε από τα μάτια μας. Η ησυχία λύθηκε με χαμόγελα και φωνές αποχαιρετισμού. Με απλωμένα χέρια.

Ο ήλιος είχε δύσει αφήνοντας πίσω του τον ορίζοντα. Ματωμένο.