Σήμερα ήταν σχεδόν ακίνητη. Θα μπορούσες να πατήσεις πάνω της και να πάς προχωρώντας ως τ’ Αχλάδι συλλογίστηκε.
-Σήμερα θα φτάσω στη πρώτη βάρκα είπε χαμηλόφωνα. Παρά τα 77 του χρόνια δεν το έβαζε κάτω. Κολυμπούσε καθημερινά. Σήμερα που ο καιρός ήταν τόσο γλυκός θα πήγαινε στη πρώτη βάρκα. Ξεκίνησε για την παραλία.
Λίγο πιο κάτω η Δέσποινα τα χε πάρει με τους δικούς της που είπαν ότι έπρεπε να φύγουν. Ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει αλλά δεν την ενδιέφερε καθόλου. Από την άλλη η μάνα της ήταν αποφασισμένη. Έψαχνε να βρει αφορμή για να τους καθυστερήσει. Και την βρήκε. Οι παντόφλες του Παναγιώτη ήταν μες την άμμο. Η μάνα της την είχε βάλει να καθίσει σε μία καρέκλα και της έριχνε νερό στα ποδαράκια της για να καθαρίσουν. Ξαφνικά η Δέσποινα πατάει ένα γοερό κλάμα.
-Τι έπαθες κορίτσι μου;
-Οι παντόφλες του Παναγιώτη
-Ε τι;
-Είναι χάλια. Έχουν άμμο.
-Ε θα της πλύνει.
-Όχι ! Εγώ!
-Έλα Παναγία μου. Θα της πλύνει ο ίδιος παιδί μου. Παναγιώτηηη!
-Όχι ! Εγώ! συνέχισε κλαίγοντας αγγίζοντας πλέον υψηλότατες νότες.
-Κάτσε να σου βάλω τα παπουτσάκια τουλάχιστον!
-Όχι! Και με ένα σάλτο άρπαξε τις παντόφλες του Παναγιώτη και όρμησε στη θάλασσα για να τις καθαρίσει φροντίζοντας να τσαλαβουτήσει και η ίδια.
-Τόσα χρόνια παλεύουμε για τη γυναικεία χειραφέτηση και η Δέσποινα λύσσαξε να πλύνει τις παντόφλες του Παναγιώτη είπε η μανά της σε μία φίλη δίπλα που ετοίμαζε τα δικά της πιτσιρίκια για αναχώρηση.
Η Δέσποινα πλένοντας με ιδιαίτερο ζήλο τις παντόφλες πρόσεξε ένα παππού που πέρασε από μπροστά της και πήγαινε για το μπάνιο του. Όμορφο που ήταν το πρόσωπο του. Χαμογελούσε. Της θύμισε το παππού της το Γιώργο. Του χαμογέλασε και εκείνη. Καθώς τον παρατηρούσε να απομακρύνεται το βλέμμα της συννέφιασε για λίγο.
Στο μεταξύ οι παντόφλες αν είχαν στόμα θα μιλούσαν. Κατάλαβε ότι έπρεπε να φύγει. Κοιτώντας προς τη μάνα της είδε ότι έβραζε από θυμό. Δεν το ρίσκαρε περισσότερο να την προκαλέσει. Ήξερε τα όρια της. Πήγε κοντά της σκουπίστηκε με τη πετσέτα, καθάρισε με αυτήν τα πόδια και έβαλε μόνη τα παπουτσάκια της. Ξεκίνησαν να φύγουν.
Καθώς ανέβαιναν με το αυτοκίνητο τους το δρόμο η Δέσποινα έβγαλε το κεφάλι από το παράθυρο και το βλέμμα της πήγε στην άκρη της παραλίας κοντά στη πρώτη βάρκα. Ύστερα έψαχνε τον παππού που της είχε χαμογελάσει πριν λίγο. Τον είδε να βρέχει τους ώμους του. Της φάνηκε παράξενο. Ετοιμαζόταν να βουτήξει στη γυάλινη θάλασσα. Έβγαλε το χέρι της και τον χαιρέτισε. Δεν την είδε είχε γυρισμένη τη πλάτη του.
Εκείνος βούτηξε στο νερό και ξεκίνησε να κολυμπάει αργά. Χαμογελαστός.
Στη πρώτη βάρκα κατάφερε να επιστρέψει μετά από τόσα χρόνια.
Η θάλασσα έγινε πια το σπίτι του.