7.7.08

Να γελάς.

-Δεν θέλω να πάω.
-Γιατί?
-Δεν το αντέχω.
-Γιατί ρε παιδί μου. Τι κάνεις εκεί? Πονάει?
-Όχι ρε συ.
-Απλά δεν θέλω να πάω. Δεν το αντέχω αυτό.
-Μα…
-Δεν μπορείς να καταλάβεις… Θέλω… Όσο αντέξω.
-…
-Θα πάμε παρέα ρε συ.
-Δεν θέλω να πάμε παρέα. Δεν θέλω να δεις…
-Τι πράμα ρε συ? Σε τσιγκέλια κρεμάνε ανθρώπους?
-Αμάν μωρέ εσύ και οι μαλακίες σου.
-Κοίτα! Άμα σου πω ότι σε καταλαβαίνω, ψέματα θα είναι. Λίγο αίμα θα σου πάρουν μόνο και μετά το φάρμακο. Θα φύγουμε και θα πάμε για κανένα καφεδάκι να δούμε και την Αθήνα πρωί πρωί.
-Σκατά είναι η Αθήνα πρωί πρωί.
-Το ξέρω αλλά μου αρέσει
-Και μένα μου αρέσει.
-Μια χαρά. Να δεις που θα τελειώσουμε γρήγορα.
-Καλά δεν σε νοιάζει που θα σε δουν και σένα εκεί?
-Μπα.
-Μπορεί να δεις και κανένα γνωστό σου.
-Δεν με νοιάζει.
-Δεν σε νοιάζει τι θα σκεφτεί για σενα?
-Μπα.
-Μπαμπάκια.
-Νόμιζα ότι θα έλεγες μπάμιες.
(χαμογέλασε)
-Έτσι σε θέλω.

Και πήγαν παρέα. Και πέρασε γρήγορα η όλη διαδικασία. Και είδε και γνωστούς του. Και δεν τον ένοιαξε τι γνώμη θα είχαν για εκείνον. Η σκέψη του ήταν κολλημένη σε μία φράση : «Δεν μπορείς να καταλάβεις…Θέλω…Όσο αντέξω.»

Δύο παλικάρια κουβέντιαζαν πίνοντας το καφέ τους. Χαμογελούσαν.
Η Αθήνα είναι όμορφη το πρωί. Πραγματικά όμορφη.