24.2.08

Μια μέρα στο Πειραιά

Γύριζα από τη δουλειά και κρατούσα στο χέρι μία μπλε τσάντα που είχε μέσα ένα αντιανεμικό μπουφάν που μου χάρισε ένας φίλος στη δουλειά. Βγήκα από το τρένο και η μέρα ήταν ιδιαίτερα ζεστή. Χαμογέλασα σκεπτόμενος πόσοι μαλακισμένοι δουλεύουν στη Ε.Μ.Υ. και προέβλεπαν τρελά χιόνια μέσα στο Σαββατοκύριακο. Πήρα εφημερίδα και την έκανα για τη στάση. Άναψα τσιγάρο και περίμενα το λεωφορείο χαζεύοντας γύρω μου το κόσμο -κάτι που μου αρέσει ιδιαίτερα- κρατώντας σημειώσεις στο μυαλό μου για να ντύσω τους δικούς μου ήρωες σε αυτό που ετοιμάζω. Δύο όμορφες κοπέλες συζητάνε μεταξύ τους ρίχνοντας λοξές ματιές σε έναν ωραίο πιτσιρικά που είναι στη κοσμάρα του ακούγοντας μουσική από το κινητό του. Στα πόδια του την έχει αράξει ένας αλανιάρης σκύλος και απολαμβάνει ένα ξερό κουλούρι που του πέταξε μια γιαγιά. Μου έκανε εντύπωση που το τρίχωμα του ήταν εκπληκτικά λαμπερό. Αφού τελείωσε το κουλούρι του σηκώθηκε και με πλησίασε να με μυρίσει προφανώς γιατί είχα καρφωθεί πάνω αδιάκριτα. Τον κοίταζα τόσο έντονα που αν δεν πεινούσε τόσο και είχε μιλιά σίγουρα θα μου πρόσφερε ευγενικά το κουλούρι του. Τον χάιδεψα στη ράχη και μου γλείψε το χέρι. Μια κυρία δίπλα μου ξίνισε την ήδη ξινή μούρη της και έκανε ένα μεγαλοπρεπές "Ξου" γεμάτο κακία στον όμορφο σκύλο που τον τρόμαξε και έφυγε από κοντά μου. Με τη σειρά μου της ανταπέδωσα ένα μεγαλοπρεπές και κακό "Ξου" κάτι που την έκανε να νοιώσει άβολα και έφυγε και εκείνη από δίπλα μου σταυρώνοντας το πλούσιο στήθος της. Ήρθε το πρώτο λεωφορείο που άδειασε ένα σκασμό κόσμο και έφυγε σε λιγότερο από ένα λεπτό. Παρατηρούσα τον όμορφο σκύλο που πλησίασε τις κοπέλες χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι. "Σίγουρα θα τσιρίσουν" σκέφτηκα. Τις μύρισε διακριτικά και κόλλησε Η φύση μίλησε. Ένα όμορφο αρσενικό απολάμβανε τις μυρωδιές ενός επίσης όμορφου θηλυκού. Μόνο που ανήκαν σε διαφορετικό είδος. Φυσικά το "ανώτερο" είδος τσίριξε και προσπάθησε να κλωτσήσει το "κατώτερο" είδος που απορημένο την κοιτούσε προσέχοντας μη φάει καμιά στα μούτρα κιόλας. Απομακρύνθηκε εξακολουθώντας να μη καταλαβαίνει τι κακό είχε κάνει. Ξαφνικά τεντώθηκε και άρχισε να κουνάει τρελά την ουρά του τρέχοντας και χοροπηδώντας. Βρήκε φίλο. Ένα ηλιοκαμένος ξανθός άντρας καθόταν πάνω στον σάκο του και άπλωσε τα χέρια του να αγκαλιάσει το σκύλο. Του έγλυφε τα μούτρα και έχωνε τη μουσούδα του στο στήθος του. Παίζανε για ώρα και αφαιρέθηκα παρατηρώντας τους. Τον ξανθό άντρα τον έβλεπα συνέχεια -από το καλοκαίρι και μετά- να κάθεται σε εκείνο το σημείο πάνω στο σάκο του και έχοντας το χέρι απλωμένο χωρίς ποτέ να ζητάει μιλούσε με τον εαυτό του και περίμενε μήπως φιλοτιμηθεί κανείς και του αφήσει τίποτα ψιλά. Από μπροστά του πέρναγαν πολλά κοστούμια και ταγέρ με κακόγουστους χαρτοφύλακες και διαφορετικό ύφος το κάθε ένα. Μπλαζέ, βλοσυρό, πονηρό, πουτανίστικο, αδιάφορο, χαμένο. Κανένας όμως δε του έδινε σημασία. Είναι βλέπεις που παραμιλούσε κιόλας και τον θεωρούσαν και τρελό. Άσε που δεν παρακαλούσε και για τον οίκτο τους. Άρα τίποτα δεν δικαιούταν. Εγώ τώρα που κάθομαι και τα γράφω αυτά δεν διαφέρω σε τίποτα από αυτούς. Το ίδιο καθίκι είμαι και εγώ. Γιατί ενώ κρατούσα στο χέρι μου κάτι που δεν το είχα πραγματικά ανάγκη και ίσως να το είχε εκείνος δεν του το έδωσα γιατί φοβήθηκα μην τον προσβάλλω. Φοβήθηκα μη μου τη πει και γίνουμε θέαμα στους υπόλοιπους στη στάση που τους είχα ούτως ή άλλως γραμμένους. Μπορεί να ήθελε μόνο λεφτά και όχι ένα αντιανεμικό μπουφάν με σχεδόν 20ο βαθμούς ζέστη από ένα ξένο που αποφάσισε να κάνει μια - και καλά - καλή πράξη. Ήρθε το λεωφορείο μπήκα μέσα την άραξα σε ένα κάθισμα. Το φανάρι άναψε κόκκινο και το λεωφορείο σταμάτησε μπροστά από τον ξανθό άντρα που τώρα καθόταν μόνος του και παραμιλούσε με το χέρι απλωμένο. Τον κοίταζα μέσα από το παράθυρο του λεωφορείου και προσπαθούσα να καταλάβω πως είναι να ζεις έτσι. Χωρίς σπίτι,χωρίς λεφτά,χωρίς φαγητό. Μόνος στο δρόμο ότι καιρό και αν κάνει. Αντιμετωπίζοντας τα βλέμματα οίκτου που είναι χειρότερα από εκείνα της αδιαφορίας. Ξαφνικά γύρισε το βλέμμα του προς τη μεριά μου. Τα μάτια του ήταν καθαρά και γαλάζια και χαμογελούσαν. Το πρόσωπό του όχι. Ήταν σκληρό. Έστρεψα το βλέμμα μου αλλού. Έβγαλα το μπλοκ μου και σημείωσα κάτι που θυμήθηκα να γράψω στο blog μου. Το λεωφορείο ξεκίνησε και όταν έστριψε στο φανάρι είδα τον όμορφο σκύλο να πίνει νερό από μια λακούβα

Μία βδομάδα μετά σε όλη τη χώρα είχε χιονίσει τρελά. Όλος ο κόσμος είχε να λέει για το κρύο και τα χιόνια. "Τελικά αυτή στην Ε.Μ.Υ. δεν είναι και τόσο μαλάκες" σκεφτόμουν καθώς περπατούσα προς τον Πειραιά. Στο δρόμο είχε γίνει ένα ατύχημα κοντά στο εργοστάσιο του Κεράνη και το λεωφορείο μας άδειασε εκεί. Δεν είχα πάρει τρένο σήμερα γιατί έμαθα πως έγινε ένα ατύχημα στον Ηλεκτρικό στον Πειραιά και θα είχε κίνηση. Έστριψα στην Κόνωνος κόλλησα με αυτό που είδα. Το τρένο είχε σπάσει το μαντρότοιχο και σταμάτησε στον αέρα γιατί βρήκε εμπόδιο τα μπάζα το τοίχου. Κόσμος πολύς κοιτούσε το χολιγουντιανό σκηνικό τραβώντας βίντεο με τα κινητά του. Μερικοί που γύρισαν από ταξίδι πιο οργανωμένοι ανέβηκαν στην πεζογέφυρα και τραβούσαν με την κάμερα τους το σκηνικό της καταστροφής για να το πουλήσουν προφανώς σε κανένα σκατοκάναλο ή να το δείξουν το βράδυ στους κολλητούς και να χαβαλεδιάσουν. Κάποιοι θα πόσταραν και photos στα blog τους. Μπήκα στο λιμάνι να γλιτώσω από την κίνηση που ήταν πάρα πολύ έντονη. Και τότε τον είδα μπροστά μου. Όμορφος με το τρίχωμα του να λάμπει κάτω από τον ήλιο. Ήταν μόνος και καθόταν σε μία γωνία με τη μουσούδα στο έδαφος κουνώντας μόνο τα μάτια του, βλέποντας τους περαστικούς. Κατάλαβα. Γύρισα το βλέμμα μου προς το τρένο που έχασκε στον αέρα. Κατάλαβα ότι κάτω από το σωρό με τα μπάζα βρισκόταν ένας ξανθός άντρας με σκληρό πρόσωπο καθαρά και γαλάζια μάτια που μια βδομάδα πριν χαμογελούσαν.

Γύρισα σπίτι με τα πόδια. Άνοιξα τη τηλεόραση. Έβαλα τα κλάματα.