22.3.09

Η Μαριάνθη

Η Μαριάνθη κάθε απόγευμα περνά με το αυτοκίνητο και κορνάρει ρυθμικά στη πύλη. Δεν σταματά ποτέ. Στρίβει στη γωνία και κορνάρει ρυθμικά στη δεύτερη πύλη. Ύστερα φεύγει για να ξαναέρθει την επόμενη μέρα. Είναι αδιάφορο αν βρέχει χιονίζει ή έχει αφόρητη ζέστη. Κάθε μέρα περνά. Χειμώνα, καλοκαίρι. Μέχρι πότε θα το κάνει αυτό; Μάλλον για όσο αντέχει. Γιατί η Μαριάνθη είναι αθεράπευτα ερωτευμένη.

Η ιστορία της πάει πίσω κάμποσα χρόνια,περίπου 10,τότε που έχασε τον πατέρα της,το μόνο στήριγμα. Μάνα δεν γνώρισε ποτέ. Πέθανε όταν τη γέννησε. Μεγάλωσε μαζί του και εκείνος την πρόσεχε σαν τα μάτια του. Την σπούδασε και όνειρο του υπήρξε να την καλοπαντρέψει. Εκείνη ούτε να το ακούσει. Είχε σχέδια για τη ζωή της. Άλλα. Ο θάνατος του ήρθε ξαφνικά, την ημέρα της ορκωμοσίας στο πανεπιστήμιο. Η ζωή άλλαξε σε μία στιγμή. Βρήκε το κουράγιο και τα κανόνισε όλα μόνη. Συγγενείς δεν είχε. Η μοναδική βοήθεια ήρθε από ένα φίλο του μακαρίτη, τον κυρ Σταμάτη. Ήταν προσωπάρχης στο μεγάλο εργοστάσιο και της βρήκε μια θέση εργάτριας. Σκληρή δουλειά. Αξιοπρεπής μισθός.

Η Μαριάνθη τότε ήταν στα 25. Δεν την έλεγες όμορφη αλλά είχε σπάνια χαρακτηριστικά που σε έκαναν να την προσέξεις. Είχαν ευγένεια. Και τα μάτια της… τα μάτια της ήταν μαγικά. Σαν δύο βαθιές λίμνες που με τον τρόπο τους σε πρόσταζαν να ανακαλύψεις.
Στον μικρόκοσμο του εργοστασίου η Μαριάνθη ξεχώριζε. Ήταν φιλότιμη, λιγομίλητη και στη δουλειά συνεπής. Ο κυρ Σταμάτης την είχε από κοντά. Ήταν αυστηρός μαζί της όπως και με τους υπόλοιπους εργάτες. Δεν έκανε διακρίσεις. Οι κοπέλες δεν την έκαναν πολύ παρέα γιατί την θεωρούσαν μυστήρια. Στο διάλειμμα έπαιρνε το κολατσιό και κάθονταν συνήθως μόνη στο τραπέζι. Αν κανείς προσφερόταν να της κάνει παρέα δεν αρνιόταν μα δεν της έπαιρνε και κουβέντα. Εν αντιθέσει με τις κοπέλες στα αγόρια δεν ήταν αδιάφορη. Είχε ένα μυστήριο που πάντα τους παρακινούσε να το εξιχνιάσουν. Μερικοί το έκαναν με άκομψο τρόπο αλλά τους έβαζε στη θέση τους. Δεν χαριζόταν σε κάτι τέτοια. Η Μαριάνθη είχε αξιοπρέπεια. Ο Σταύρος αυτό το είχε καταλάβει και αν καμιά φορά ανάβανε τα αίματα και η Μαριάνθη δεν μπορούσε να αποφύγει το χοντρό πείραγμα εκείνος έβαζε ένα χεράκι και «τακτοποιούσε» τον ξαναμμένο.
Ο Σταύρος ήταν το ομορφόπαιδο του εργοστασίου. Ήταν λίγο μεγαλύτερος από εκείνη, γύρω στα 30. Είχε πολλές κατακτήσεις στις γυναίκες. Ποτέ δεν τον έβλεπες μόνο στις εξόδους του. Ήταν αλητάκος αλλά με τέτοιο τρόπο για ανάβει φωτιές στα κορίτσια. Στη δουλειά πρώτος μάστορας. Στο εργοστάσιο είχε κάμποσα χρόνια τον είχε βάλλει ο πατέρας του όταν απολύθηκε από το στρατό. Μηχανικός στο λεβητοστάσιο. Μανίκι δουλειά. Αλλά πιαναν τα χέρια του και του ’κοβε. Όλοι έλεγαν ότι θα πάει μπροστά. Και όπως τα έφερε η μοίρα εκείνος δεν τους διέψευσε.

Μια μέρα εκείνος και η Μαριάνθη βρέθηκαν στο γραφείο του κυρ Σταμάτη να ακούνε κατσάδες. Είχαν απεργία τα λεωφορεία και το έκοψαν με τα πόδια από το Χατζηκυριάκειο με αποτέλεσμα να αργήσουν στη βάρδια. Ο Σταύρος δεν έβγαλε τσιμουδιά στις φωνές του. Η Μαριάνθη μόνο μίλησε και ηρέμησαν τα πνεύματα. Ο κυρ Σταμάτης δεν τους έδιωξε όπως συνήθιζε να κάνει με τους αργοπορημένους. Τους διαολόστειλε στα πόστα τους γαυγίζοντας. Ήταν μαύρο σκυλί. Και όπως κάθε σκυλί έτσι και αυτός ήξερε καλά τι θα πει φιλότιμο. Και η Μαριάνθη είχε φιλότιμο. Δεν του είχε αρνηθεί ποτέ τίποτα στη δουλειά. Μέχρι και σε φορτηγό την είχε ανεβάσει να φορτώνει δέματα ανάμεσα στους άλλους νταλικέρηδες και η μικρή δεν κώλωσε. Η Μαριάνθη πάντα ερχόταν όταν την έπαιρνε τηλέφωνο να καλύψει καμία βάρδια. Ο κυρ Σταμάτης εκτιμούσε την Μαριάνθη και εκείνη την ημέρα που της έβαλε τις φωνές είδε στα μάτια της μια σπίθα. Τη ίδια που είχε και ο Σταύρος στα δικά του. Πόσο ευτυχισμένη του είχε φανεί.
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν οι ομορφότερες της ζωής της. Τα απογεύματα όταν σχόλαγε περίμενε τον Σταύρο να σχολάσει και εκείνος από το δίπλα κτίριο και έφευγαν παρέα. Έτσι πέρασε και εκείνο το καλοκαιράκι με την ελεεινή ζέστη. Ο Σταύρος να τη μαθαίνει να οδηγά για να πάρει επιτέλους το δίπλωμα και εκείνη να τον συνοδεύει στις εξόδους του.

Ο Σταύρος και η Μαριάνθη έγιναν ζευγάρι. Χωρίς ρομαντισμούς και κινηματογραφικές σκηνές. Είχαν ανάγκη και οι δύο αυτό το σμίξιμο. Ο Σταύρος βρήκε ασφάλεια και φροντίδα σε εκείνη. Η Μαριάνθη βρήκε την αυτοπεποίθηση της και χαρά σε αυτόν. Τον αγάπησε απεριόριστα και με μία δύναμη που εξέπληξε την ίδια. Τρία χρόνια πριν ο ξαφνικός χαμός του πατέρα της στέρησε τα πάντα. Το μυαλό ήταν στην επιβίωση. Στην ξαφνική και πολυπόθητη ελευθερία που έγινε πιο δύσκολη από ότι φανταζόταν. Ο Σταύρος έγινε ένα φώς στο δικό της χάος. Ένα φωτεινό σημείο αναφοράς για να προσεγγίσει. Να μυρίσει ζωή. Να μοιράσει ζωή, η ίδια. Όπως και έγινε. Μερικές μέρες αδιαθεσίας. Λίγες ζαλάδες. Πήρε άδεια και πήγε στο γιατρό.
Η μέρα ήταν ζεστή και όμορφη. Ακούμπησε τις παλάμες στη κοιλιά. Προσπάθησε να νιώσει. Κάτι.
-Είναι ακόμα νωρίς είχε πει ο γιατρός. Χαμογελούσε με τη αφέλεια της.
Ανυπομονούσε να βρεθεί με τον Σταύρο και να του πει τα νέα. Κάτι μέσα της μεγάλωνε. Κάτι όμορφο. Όμως παράλληλα κάτι βαθιά μέσα στη ψυχή την τσιμπούσε. Ήταν χαρούμενη, μα κάτι φοβόταν. Είναι οι στιγμές που νομίζεις από βλακεία ότι δεν αξίζεις τόση ευτυχία και κάτι απροσδιόριστο φροντίζει να στο θυμίζει αυτό. Ίσως από άμυνα όταν θα κάτσει η στραβή και γκρεμιστείς από τα ψηλά που σε φτάνει η χαρά, να μην τσακιστείς. Η Μαριάνθη όμως αυτό το αγνόησε τελικά. Γιατί ήταν χαρούμενη. Πολύ. Και είχε ανέβει τόσο ψηλά…
Το ίδιο βράδυ μίλησε στο Σταύρο και η αντίδραση του δεν ήταν αυτή που είχε φανταστεί. Ήταν ψυχρός. Είχε φοβηθεί. Την αγαπούσε. Μα δεν ήθελε ένα παιδί τώρα στη ζωή του. Άμα παντρεύονταν εντάξει. Αλλά ήταν ακόμα νωρίς. Σε λίγο καιρό θα έπρεπε να φύγει Πολωνία με τη δουλειά. Αυτό ήθελε να της πει σήμερα και εκείνη τον πρόλαβε ξεφουρνίζοντας την εγκυμοσύνη της. Ο Σταύρος δεν ήταν διατεθειμένος να γίνει πατέρας από τώρα. Το παιδί δεν το ήθελε.
-Και εγώ τι θα κάνω; Μόνη μου θα το μεγαλώσω; είπε σαστισμένη.
-Κάτι θα σκεφτούμε να κάνουμε, απάντησε
Καλύτερα να τη μαχαίρωνε. Ο πόνος που αισθανόταν η Μαριάνθη εκείνη την στιγμή ήταν ο ίδιος.
Μια βδομάδα μετά ήρθε το ταξίδι του στη Πολωνία. Πέρασε σχεδόν ένας μήνας, και δεν επικοινώνησε καθόλου μαζί της. Εκείνη είχε πελαγώσει. Δεν ήξερε τι να κάνει. Έπρεπε να πάρει μια απόφαση και δεν ήθελε να την πάρει μόνη. Σε λίγο καιρό θα αναγκαζόταν να κάνει κανονική γέννα. Τι θα γινόταν; Σε ποιόν να μιλούσε.
Πέρασε άλλος ένας μήνας. Φοβήθηκε.

Το παιδί το έριξε.

Εκείνο το πρωινό είναι καρφωμένο στο μυαλό της. Γιατί μέσα στο χειρουργείο η Μαριάνθη δεν άφησε μόνο ένα παιδί νεκρό αλλά και όλα όσα θα μπορούσε να δημιουργήσει στο μέλλον. Ο γιατρός ήταν σαφής:
-Αργήσαμε. Υπήρξε πρόβλημα. Να ευχαριστείς το Θεό που είσαι ζωντανή.
Έμεινε στη κλινική τρείς μέρες. Μόνη. Ο Σταύρος μακριά και μόνη παρηγοριά μια χούφτα παυσίπονα που κάλμαραν τον πόνο και έφερναν ενα βαθύ, θανατερό , ύπνο. Στα όνειρα της η Μαριάνθη είχε αφήσει την κορυφή που την είχε οδηγήσει εκείνος πίσω. Μπροστά πια έβλεπε το κενό. Άπλωνε τα χέρια να το αγκαλιάσει. Σαν ένα πουλί.

Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν ακόμα πιο δύσκολες. Προσπάθησε να επικοινωνήσει ξανά μαζί του αλλά μάταια. Ο κυρ Σταμάτης κάτι είχε καταλάβει. Είχε ανησυχήσει με την ξαφνική εξαφάνιση της αλλά δεν άνοιγε κουβέντα. Μια μέρα μόνο που την έπιασε στις ράμπες μόνη να κλαίει την πήρε αγκαλιά να την ηρεμήσει και εκείνη γαντζώθηκε πάνω του και ξέσπασε σαν μικρό παιδί. Του τα είπε όλα. Χωρίς ντροπή.
Ο κυρ Σταμάτης δεν είχε μιλιά.

Η Μαριάνθη στη δουλειά άρχισε να αργεί συστηματικά. Τα χάπια που είχε δώσει ο γιατρός πιο πολύ πρόβλημα ήταν παρά ανακούφιση. Τις περισσότερες ώρες ήταν αφηρημένη. Το μυαλό ταξίδευε. Η φωνή του Σταύρου οδηγός.
-Σ’ αγαπώ Μαριάνθη μου.
-Και αυτό τι σου κάνε; Γιατί δεν το αγαπάς; Απαντούσε δείχνοντας τη κοιλιά της.
-…
-Γιατί ρε Σταύρο; Είχε πιάσει το χέρι του και το είχε ακούμπησε εκεί. Του είχε χαμογελάσει. Εκείνος είχε πετρώσει.

Η Μαριάνθη κρύωνε. Παράξενο. Εκείνη η μέρα ήταν τόσο ζεστή.
Σχόλασε. Κατέβηκε στην αυλή. Το στομάχι την πονούσε. Το κεφάλι πήγαινε να σπάσει. Κόσμος πολύς. Στο σχόλασμα της βάρδιας η αυλή πλημμύριζε από εργάτες. Στάθηκε ακίνητη ξαφνικά ανάμεσα στο πλήθος. Άγαλμα. Κάποιοι έπεσαν πάνω της σκουντώντας την. Δεν κουνήθηκε. Έστρεψε το βλέμμα προς τον ουρανό. Ασυναίσθητα κάποιοι από το πλήθος έκαναν το ίδιο. Η Μαριάνθη έμεινε εκεί να κοιτάει το γαλάζιο του ουρανού μέχρι που ζαλίστηκε. Άπλωσε τα χέρια σαν να ήταν φτερά. Ένοιωθε ανάλαφρη σα πουλί και ήθελε να πετάξει. Μερικοί άρχισαν να κοροϊδεύουν. Τους αγνόησε. Έκανε μεταβολή. Και με τα χέρια απλωμένα περπατούσε σε ένα τεντωμένο σκοινί κρατώντας ισορροπία. Ένα τεντωμένο σκοινί που μόνο εκείνη έβλεπε. Πρόσεχε μην πέσει γιατί από κάτω έβλεπε το χάος. Το έβλεπε το χάος η Μαριάνθη. Κάτω από τα πόδια της ακριβώς και την έγδερνε ένας τρόμος βαθιά μες την ψυχή. Έτσι είχε αισθανθεί και όταν είχε βγει από το νοσοκομείο λίγες μέρες πριν. Ανάλαφρη. Άδεια. Από το παιδί που μεγάλωνε μέσα της και ξεφορτώθηκε. Από κάθε χαρά που της είχε προσφέρει και της είχε στερήσει τόσο βάναυσα. Ο Σταύρος.
Παραπάτησε και γονάτισε. Αρκετοί από το πλήθος είχαν σταματήσει και κοιτούσαν. Κανείς δεν πλησίασε. Με το πρόσωπο στραμμένο στο τσιμέντο της αυλής μια κραυγή βγήκε από μέσα της. Ο πόνος από το στομάχι, η αγωνία που είχε σωρευτεί όλο αυτό τον καιρό έγινε ένα ουρλιαχτό που έσκασε στο αέρα και τάραξε τον κόσμο γύρω. Κανείς δεν γελούσε πια. Κανείς δεν πλησίασε. Ο κυρ Σταμάτης μόνο έτρεξε και την πήρε αγκαλιά. Γαντζώθηκε πάνω του σα παιδί. Και έκλαψε.
Το πλήθος παρακολουθούσε όπως ο χορός την τραγωδία.

Την Μαριάνθη δεν την ξαναείδαν από τότε στο μεγάλο εργοστάσιο. Ο γιατρός του εργοστασίου είχε φροντίσει με συνοπτικές διαδικασίες να την ξεφορτωθεί όταν σε μια στιγμή απροσεξίας του μέσα στο ιατρείο που την πήγαν εκείνη βούτηξε ένα νυστέρι που βρήκε μπροστά και το κάρφωσε στη κοιλιά της. Το τραύμα δεν ήταν βαθύ. Αν η Μαριάνθη πρόφταινε μεγαλύτερο νυστέρι θα ήταν μοιραίο. Ίσως την επόμενη φορά να είναι πιο τυχερή. «Κατάθλιψη με τάσεις αυτοτραυματισμού. Δυνητικά επικίνδυνη για τους οικείους της» ήταν η γνωμάτευση. Και η Μαριάνθη απλά εξαφανίστηκε πίσω από τους μαντρότοιχους ενός ιδρύματος για να την βοηθήσουν να βρει ξανά τον εαυτό της. Μόνο που εκεί μέσα η Μαριάνθη τον εαυτό της τον έχασε για πάντα. Ο κυρ Σταμάτης προσπάθησε να την επισκεφθεί στο νοσοκομείο. Η Μαριάνθη αρνιόταν να συναντήσει τον οποιοδήποτε. Σε λίγες μέρες είχε σταματήσει να μιλά κιόλας.
Ένα μήνα μετά το περιστατικό στη αυλή είχε επιστρέψει και ο Σταύρος από την Πολωνία. Ο κυρ Σταμάτης τον έπιασε και του μίλησε. Του είπε τι είχε συμβεί. Εκείνος υποσχέθηκε ότι θα προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τη Μαριάνθη. Δεν το έκανε ποτέ.

Δύο ολόκληρα χρόνια πέρασαν από τότε. Το εργοστάσιο είχε πάρει ξανά τους δικούς του ρυθμούς και η ιστορία είχε ξεχαστεί.
Ο Σταύρος πήρε προαγωγή και έγινε προϊστάμενος στο λεβητοστάσιο. Παντρεύτηκε κιόλας. Σε λίγους μήνες θα γινόταν πατέρας. Στα Χριστούγεννα κοντά. Σχολώντας πέρασε με τη γυναίκα του να χαιρετήσει τον κυρ Σταμάτη που έβγαινε στη σύνταξη και κερνούσε μεζέδες τους υπαλλήλους. Τον βρήκαν στο καμαράκι δίπλα στην είσοδο. Κουβέντιαζαν.
Ένα αυτοκίνητο πέρασε από μπροστά τους και σταμάτησε ξαφνικά. Στη θέση του οδηγού μια χοντρή και άσκημη γυναίκα κοιτούσε επίμονα. Δεν την πρόσεξαν παρά μόνο έπειτα από μερικά λεπτά.
-Θέλετε κάτι; ρώτησε ο κυρ Σταμάτης ευγενικά
Απάντηση δε πείρε.
Ένα σφιγμένο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της ξένης. Ο Σταύρος δεν έδωσε σημασία. Κάποιος του είχε πιάσει τη κουβέντα.
Η γυναίκα στο αυτοκίνητο έγειρε το κεφάλι λίγο δεξιά. Το βλέμμα της σταθερό. Προσπαθούσε να αναγνωρίσει κάτι που κάποτε υπήρξε οικείο. Όμως μερικές στιγμές ήταν αρκετές για τον κυρ Σταμάτη να θυμηθεί. Τα δυο μεγάλα μάτια που τον κοιτούσαν επίμονα κάποτε έμοιαζαν σα λίμνες βαθιές που πρόσταζαν να τις ανακαλύψεις.
Μια σκιά είχε απομείνει από την παράξενη ομορφιά τους.
Η γυναίκα του χαμογέλασε. Υστέρα έβαλε πρώτη και εξαφανίστηκε κορνάροντας.
Απέμεινε ο κυρ Σταμάτης να κοιτάει το αμάξι που έστριβε στο στενό.
Άκουσε ξανά τη κόρνα ρυθμικά.
-Μαριάνθη μου, ψιθύρισε. Ίσα -ίσα που το άκουσε η ψυχή του.